image description

Ο Παναθηναϊκός χρησιμοποίησε μόνο έναν Έλληνα κόντρα στον Πανιώνιο, σε αντίθεση με τους Νεοσμυρνιώτες που χρησιμοποίησαν συνολικά δύο ξένους. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον Πέτρο Σιούλη  να ανατρέξει πίσω στο 1995 και να ανοίξει τον φάκελο «Μποσμάν», που σήμανε την αλλαγή σελίδας στον παγκόσμιο χάρτη του παγκόσμιου αθλητισμού, ώστε να σας παρουσιάσει τα θετικά και τα αγκάθια που άφησε πίσω της η πιο ιστορική απόφαση.

Πώς όμως έχει επηρεάσει η πιο κομβική απόφαση στην ιστορία του ποδοσφαίρου, το ίδιο το προϊόν;

Η δικαίωση του Βέλγου ποδοσφαιριστή που άλλαξε τον αθλητισμό

Πίσω στο 1995 λοιπόν, όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε την ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την άμεση εφαρμογή του άρθρου 48 της Συνθήκης της Ρώμης του 1957, μετά την καταγγελία του  Μποσμάν.

Ο Βέλγος ποδοσφαιριστής τότε ήταν στη βελγική Λιέγη, αλλά το συμβόλαιό του είχε λήξει από το 1990. Ο ίδιος ζητούσε να μεταγραφεί στη γαλλική Δουνκέρκη ωστόσο η δεύτερη δεν προσέφερε το ποσό της μεταγραφής που ζητούσε η Λιέγη με αποτέλεσμα η τελευταία να αρνηθεί τη μεταγραφή.

Ο Μποσμάν λοιπόν προσέφυγε στο Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ζητώντας το αυτονόητο (να του επιτρέπεται, όπως και σε κάθε άλλον εργαζόμενο, να δουλεύει στον σύλλογο της αρεσκείας του, από τη στιγμή που θα έχει λήξει το συμβόλαιό του με τον προηγούμενο εργοδότη του).

Η δικαίωση του Μποσμάν τον Δεκέμβριο του 1995, καταγράφηκε ως «νόμος Μποσμάν», ενώ άλλαξε για πάντα τον επαγγελματικό αθλητισμό, κατοχυρώνοντας την ελεύθερη μετακίνηση επαγγελματιών αθλητών στις χώρες-μέλη. Επίσης, πακέτο στην ίδια απόφαση συνυπολογίζεται  και το δικαίωμα ενός ποδοσφαιριστή να υπογράψει προσύμφωνο με άλλο σωματείο μέχρι κι έξι μήνες πριν από τη λήξη του συμβολαίου του.

Αγωνιστικό «γίγνεσθαι»…Προ Μποσμάν εποχής

Πριν από την έγκριση της απόφασης, οι επαγγελματικοί σύλλογοι των περισσότερων χωρών της Ευρώπης είχαν το δικαίωμα να εμποδίσουν έναν ποδοσφαιριστή τους να υπογράψει σε άλλο σύλλογο ακόμα κι όταν έληγε το συμβόλαιό του.

Στην Ελλάδα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 το ελληνικό ποδόσφαιρο άρχισε να χρησιμοποιεί ξένους παίκτες τόσο στο εθνικό πρωτάθλημα όσο και στους ευρωπαϊκούς αγώνες των ομάδων. Ένα από τα επιχειρήματα των ομάδων για την χρησιμοποίηση ξένων παικτών είναι η διάκρισή τους στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η μεγαλύτερη διάκριση ελληνικής ομάδας ήταν του Παναθηναϊκού που κατάφερε να φτάσει στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαιρικών Συλλόγων το 1971 με ομάδα που αποτελούνταν αποκλειστικά από Έλληνες ποδοσφαιριστές. Στη συνέχεια ακολούθησε βέβαια ακλούθησε και  η εξαιρετική πορεία της Εθνικής Ελλάδος Ποδοσφαίρου που κατέκτησε  το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Εθνικών Ομάδων Ποδοσφαίρου το 2004 με την συντριπτική πλειοψηφία των παικτών της να προέρχεται από ελληνικές ομάδες.

Από την χώρα μας,  χαρακτηριστικότερο παράδειγμα με ποδοσφαιριστή που αγωνίστηκε σε ομάδα του εξωτερικού καταλαμβάνοντας τη μία από τις δύο διαθέσιμες θέσεις ξένων, ήταν ο Νίκος Αναστόπουλος (Αllenatore), ο οποίος αρχικά διακρίθηκε με τον Ολυμπιακό αφού σε διάστημα επτά ετών συμμετείχε σε 187 αγώνες ενώ σημείωσε και 117 τέρματα. Οι εμφανίσεις του με τους «ερυθρόλευκους» παρακίνησαν την ιταλική Αβελίνο να βγάλει από τα ταμεία της 52.000.000 δραχμές για να τον αποκτήσει. Αυτή η κίνηση προκάλεσε μεγάλη αίσθηση, σε μια εποχή που η μεταγραφή Έλληνα ποδοσφαιριστή στο εξωτερικό (πόσο μάλλον σε ένα κορυφαίο πρωτάθλημα όπως το ιταλικό) ήταν σχεδόν ανήκουστη, ασχέτως αν τελικά δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αφού αγωνίστηκε σε 16 αγώνες δίχως να πανηγυρίσει κάποιο τέρμα. Από τότε, πέρασαν 28 χρόνια για να εμπιστευθεί η Αβελίνο Έλληνα. Ακούει στο όνομα Ο Γιάννης Ασβετόπουλος  και στο παρελθόν έχει αγωνιστεί σε Βαρέζε, εν συνεχεία στη Νοβάρα και εσχάτως της Αβελίνο.

anasto-avelino

Το γεγονός αυτό με τον «μουστάκια», αποτέλεσε δυστυχώς και ένα ισχυρό χτύπημα προς τα εγχώρια πρωταθλήματα της Ε.Ε., διότι ήταν κομματάκι δύσκολο, να προωθηθούν στα κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα όλοι οι ποδοσφαιριστές που ξεχώρισαν, μιας και αρχικά οι θέσεις των ξένων ήταν ελάχιστες ενώ και οι ομάδες δεν συντελούσαν στην ολοκλήρωση των μεταγραφών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει ιδιαίτερη μνεία στον Βασίλη Χατζηπαναγή, που παραμένει άγνωστο αλλά εμμέσως πλην σαφώς άπαντες γνωρίζουν τον λόγο που ρίζωσε στον Ηρακλή ενώ θα μπορούσε άνετα να φορούσε τη φανέλα οποιασδήποτε κορυφαίας ευρωπαϊκής ομάδας.

Μετά…Μποσμάν εποχή και τα ελληνικά παραδείγματα

Μετά την έγκριση της απόφασης, τα μεταγραφικά «θέλω» των αθλητών πήραν σάρκα και οστά. Από τη μία παρατηρήθηκε μεγαλύτερη αύξηση δημοτικότητας των πρωταθλημάτων και αξιόλογες πορείες στα ευρωπαϊκά κύπελλα ομάδων που ήταν στην αφάνεια.

Σε επίπεδο Εθνικών ομάδων, αρκετά είναι τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα που εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την εμπειρία των αθλητών τους σε ξένα πρωταθλήματα και σε συνδυασμό με την έλευση αξιόλογων προπονητή, έγραψαν τη δική τους ιστορία στον Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο χάρτη.

Πολλά clubs μεταξύ αυτών και ελληνικά, εκμεταλλεύτηκαν αυτή την πολυτέλεια, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο της Άρσεναλ που δεν είχε Άγγλο ποδοσφαιριστή στην αποστολή της σε αγώνα κυπέλλου κόντρα στην Κρίσταλ Πάλας.

Στη χώρας μας, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το χθεσινό του Παναθηναϊκού με τον μόλις έναν Έλληνα στη σύνθεσή του, σηματοδοτεί το γεγονός ότι οι αρμόδιοι που ασχολούνται με τον μεταγραφικό σχεδιασμό των ομάδων δεν δείχνουν εμπιστοσύνη στα ελληνόπουλα, ενώ χαρίζουν ευκαιρίες σε παίκτες αμφιβόλου ποιότητας. Εννέα μήνες νωρίτερα, ο Ολυμπιακός είχε μόνο τον Δημήτρη Σιόβα στην ενδεκάδα κόντρα στην Μπάγερν Μονάχου στο «Καραϊσκάκης», όπου ηττήθηκε με 3-0 ενώ δεν απέχουν πολύ τα παραδείγματα του Άρη και του Αστέρα Τρίπολης με έναν ή και κανέναν Έλληνα στους ένδεκα πρώτους.

Παν μέτρον άριστον

Με βάση όλα τα παραπάνω και σύμφωνα με τη δήλωση του Ζαν Μαρκ Μποσμάν στις 11 Δεκεμβρίου 2015 («Ήλπιζα ότι ο νόμος Μποσμάν θα χρησιμοποιούταν για καλό. Τώρα χρησιμοποιείται με κακό τρόπο».), συμπεραίνουμε ότι όλες οι ομάδες καλό θα είναι να πλαισιώνονται από σεβαστό αλλά όχι αυξημένο αριθμό αλλοδαπών ποδοσφαιριστών, ώστε να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο το ποδόσφαιρο και ο υγιείς ανταγωνισμός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να απολέσουν και την ταυτότητά τους, με το να αφήνουν στο περιθώριο τα «δικά» τους παιδιά.